-
1 μον-όδους
μον-όδους, οντος, mit nur einem Zahne, κόραι τρεῖς μονόδοντες, Aesch. Prom. 798.
-
2 μονοδους
- όδοντος adj. однозубыйκόραι τρεῖς μονόδοντες Aesch. — три девы с одним (общим) зубом, т.е. дочери Форка
1 μον-όδους
μον-όδους, οντος, mit nur einem Zahne, κόραι τρεῖς μονόδοντες, Aesch. Prom. 798.
2 μονοδους
κόραι τρεῖς μονόδοντες Aesch. — три девы с одним (общим) зубом, т.е. дочери Форка